δυσκολοχώριστος

δυσκολοχώριστος
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα χωρίζεται ή μοιράζεται σε μέρη («δυσκολοχώριστη κληρονομιά»)
2. αυτός που δύσκολα διαστέλλεται
3. αυτός που δύσκολα αποχωρίζεται από άλλον («δυσκολοχώριστο αντρόγυνο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσχώριστος — η, ο (Α δυσχώριστος, ον) 1. δυσκολοχώριστος 2. αυτός που δύσκολα διακρίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”